- μολυβδόβουλλον(ν)
- το(στο Βυζάντιο)1. σφραγίδα από μόλυβδο εξαρτημένη με σπάγγο από ένα έγγραφο, την οποία χρησιμοποιούσαν ιδίως οι πολίτες2. (κατ' επέκτ.) το ίδιο το έγγραφο με τη μολύβδινη σφραγίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβδοβούλλα, (ἡ) με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Παύλο Λάμπρο].
Dictionary of Greek. 2013.